- συβουλάτορας
- ο, πληθ. συβουλάτορες και συβουλατόροι, Νβλ. συμβουλάτορας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συβουλάτορας — ο βλ. συμβουλάτορας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμβουλάτορας — και, διαλ. τ. συβουλάτορας, ο, Ν 1. αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους 2. (παλαιότερα) σύμβουλος κάποιου, ιδίως άρχοντα («οι συμβουλάτορες τού ρήγα») 3. ειρων. αυτός που προθυμοποιείται να δώσει απρόσκλητος συμβουλές σε όλους και για… … Dictionary of Greek